κεφαλαργία

From LSJ
Revision as of 18:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλαργία Medium diacritics: κεφαλαργία Low diacritics: κεφαλαργία Capitals: ΚΕΦΑΛΑΡΓΙΑ
Transliteration A: kephalargía Transliteration B: kephalargia Transliteration C: kefalargia Beta Code: kefalargi/a

English (LSJ)

ἡ, later form for κεφαλαλγία, Luc. Jud.Voc.4:— hence -αργέω, PMag.Par.1.136;

   A give one a headache, Hsch. s.v. ὠτοκοπεῖ.

German (Pape)

[Seite 1428] ἡ, att. für κεφαλαλγία, Greg. Cor. 158; vgl. Luc. Iud. voc. 4.

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλαργία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ κεφαλαλγία, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4· πρβλ. Schäf. Γρηγ. σ. 158· ― οὕτω κεφαλαργέω, (νῦν γράφεται κεφαλαλγέω), ἐνοχλῶ λαλῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὠτοκοπεῖ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mal de tête.
Étymologie: par dissimil. de κεφαλαλγία.

Greek Monolingual

κεφαλαργία, ἡ (ΑΜ) κεφαλαργώ
(μτγν. τ. αντί κεφαλαλγία) πόνος της κεφαλής, κεφαλαλγία.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαργία: ἡ Luc. = κεφαλαλγία.