εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Full diacritics: μηνιάρχης | Medium diacritics: μηνιάρχης | Low diacritics: μηνιάρχης | Capitals: ΜΗΝΙΑΡΧΗΣ |
Transliteration A: mēniárchēs | Transliteration B: mēniarchēs | Transliteration C: miniarchis | Beta Code: mhnia/rxhs |
ου, ὁ, A monthly prefect, POxy.84.6(iv A.D.), etc.:—also μήν-αρχος, ὁ, ib.53.3 (iv A.D.).
μηνιάρχης, ὁ (Α)
αυτός που ήταν άρχων κάθε μήνα, μηνιαίος άρχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -άρχης (< ἄρχω) κατά το ταξι-άρχης].