θνητοειδής

From LSJ
Revision as of 21:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θνητοειδής Medium diacritics: θνητοειδής Low diacritics: θνητοειδής Capitals: ΘΝΗΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thnētoeidḗs Transliteration B: thnētoeidēs Transliteration C: thnitoeidis Beta Code: qnhtoeidh/s

English (LSJ)

ές,    A of mortal nature, Pl.Phd.86a, Plu.2.1002c, Jul.Or.6.184a, etc.

German (Pape)

[Seite 1213] ές, nach der Art der Sterblichen, sterblich, χορδαί Plat. Phaed. 86 a; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

θνητοειδής: -ές, θνητὸς τὴν φύσιν, Πλάτ. Φαίδωνι 86Α, Πλούτ. 2. 1002C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
convenable pour un mortel.
Étymologie: θνητός, εἶδος.

Greek Monolingual

θνητοειδής, -ές (Α)
θνητός κατά τη φύση («τὰς χορδὰς θνητοειδεῑς οὔσας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + -ειδής (< είδος)].

Greek Monotonic

θνητοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που έχει ανθρώπινη, θνητή φύση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

θνητοειδής: имеющий вид смертных, смертной породы (χορδαί Plat.; θ. καὶ διάλυτος Plut.).

Middle Liddell

θνητο-ειδής, ές εἶδος
of mortal nature, Plat.