μελαινάς

From LSJ
Revision as of 11:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαινάς Medium diacritics: μελαινάς Low diacritics: μελαινάς Capitals: ΜΕΛΑΙΝΑΣ
Transliteration A: melainás Transliteration B: melainas Transliteration C: melainas Beta Code: melaina/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,    A a blackish fish, Cratin.161.

German (Pape)

[Seite 118] άδος, ἡ, ein Fisch, Cratin. bei Ath. VII, 303 d.

Greek (Liddell-Scott)

μελαινάς: -άδος, ἡ, μελανωπός τις ἰχθύς, Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» Meineke.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μέλας.

Greek Monolingual

μελαινάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος μελανωπού ψαριού, αλλ. θυννίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- του μέλαινα + κατάλ. –άς].