μύρωμα

From LSJ
Revision as of 14:38, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρωμα Medium diacritics: μύρωμα Low diacritics: μύρωμα Capitals: ΜΥΡΩΜΑ
Transliteration A: mýrōma Transliteration B: myrōma Transliteration C: myroma Beta Code: mu/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ointment spread for use, Ar.Ec.1117, cf. Eust.1295.20.

German (Pape)

[Seite 222] τό, die aufgestrichene Salbe; μεμύρωμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν, Ar. Eccl. 1117; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μύρωμα: [ῠ], τό, χρησιμεῦον πρὸς μύρωσιν, Ἀλκαῖ. παρ’ Εὐστ. 1295, 20, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1117.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μύρωμα) μυρώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μυρώνω, η επάλειψη με μύρο
(νεοελλ.-μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση του μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια του ευχελαίου ή άλλων τελετών
αρχ.
το υγρό που χρησιμοποιείται στη διαδικασία του μυρώματος, το μύρο, το χρίσμα.

Russian (Dvoretsky)

μύρωμα: ατος (ῠ) τό благовонная мазь Arph.

English (Woodhouse)

scented ointment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)