προθεραπεία

From LSJ
Revision as of 18:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθερᾰπεία Medium diacritics: προθεραπεία Low diacritics: προθεραπεία Capitals: ΠΡΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Transliteration A: protherapeía Transliteration B: protherapeia Transliteration C: protherapeia Beta Code: proqerapei/a

English (LSJ)

ἡ, Rhet.,    A preparation for the introduction of something startling, Hermog.Inv.4.12.    II Medic., preliminary treatment, Orib.Fr.55.

German (Pape)

[Seite 723] ἡ, vorhergehende Behandlung, Vorbereitung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προθερᾰπεία: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, προπαρασκευὴ πρὸς τὴν εἰσαγωγὴν κακοζήλου τινός, «ὅτι τὰ κακόζηλά ἐστι πολλάκις ἰᾶσθαι τῇ προπαρασκευῇ τῇ καὶ προθεραπείᾳ καλουμένῃ· τὰ γὰρ προμαλαχθέντα τῇ ἑρμηνείᾳ νοῦν εἰσάγει» Ρήτορ. (Walz) 3. 179.

Greek Monolingual

ἡ, Α προθεραπεύω
1. (ρητ.) η προετοιμασία του ακροατή από τον ρήτορα για να ακούσει κάτι παράδοξο ή απίστευτο
2. η εκ τών προτέρων θεραπεία.