συγκατατρέχω

From LSJ
Revision as of 23:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατατρέχω Medium diacritics: συγκατατρέχω Low diacritics: συγκατατρέχω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: synkatatréchō Transliteration B: synkatatrechō Transliteration C: sygkatatrecho Beta Code: sugkatatre/xw

English (LSJ)

   A to be in motion together with, ἀλλήλοις Leucipp. ap. D.L.9.31.

German (Pape)

[Seite 966] (s. τρέχω), zusammenlaufen, Leucipp. bei D. L. 9, 31.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατατρέχω: τρέχω ὁμοῦ πρὸς τὸ αὐτὸ μέρος, συμπίπτω, συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31.

Greek Monolingual

Α
τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»].

Russian (Dvoretsky)

συγκατατρέχω: сбегаться вместе, встречаться Leucippus ap. Diog. L.