σχηματογραφία
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
English (LSJ)
ἡ, A figure described, Nicom.Ar.2.8, Ptol.Tetr.142, Paul.Al.L.2, Simp.in Cael.428.3, in Ph.457.14. 2 plan or map of land, PMeyer 1.20 (ii B.C.), PSI10.1118.10 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1055] ἡ, das Figurenzeichnen, -schreiben, Sp.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σχηματογραφῶ
η διαγραφή σχημάτων ή η παράσταση αντικειμένων με σχήματα
νεοελλ.
μαθημ. η λύση εξίσωσης ή συστήματος εξισώσεων με γραφική παράσταση
μσν.-αρχ.
παράσταση αντικειμένων με εικόνες
αρχ.
σχέδιο ή χάρτης ενός τόπου.