ξυλομιγής

From LSJ
Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλομῐγής Medium diacritics: ξυλομιγής Low diacritics: ξυλομιγής Capitals: ΞΥΛΟΜΙΓΗΣ
Transliteration A: xylomigḗs Transliteration B: xylomigēs Transliteration C: ksylomigis Beta Code: culomigh/s

English (LSJ)

ές,    A mixed with wood, Str.12.7.3.

German (Pape)

[Seite 281] ές, mit Holz gemischt, Strabo 12, 7, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλομιγής: -ές, ὁ μεμιγμένος μετὰ ξυλαρίων, Στράβ. 871.

Greek Monolingual

ξυλομιγής, -ές (Α)
αναμεμιγμένος με ξύλο («μῑγμα ξυλομιγὲς καὶ γεωμιγές», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -μιγής (< θ. μιγτον μείγνυμι), πρβλ. αργυρο-μιγής.