παρίσχιος

From LSJ
Revision as of 15:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρίσχιος Medium diacritics: παρίσχιος Low diacritics: παρίσχιος Capitals: ΠΑΡΙΣΧΙΟΣ
Transliteration A: paríschios Transliteration B: parischios Transliteration C: parischios Beta Code: pari/sxios

English (LSJ)

ον,    A beside the hips, Hsch. s.v. κλονιστήρ ; f.l. for ταρίχιον in D.L.2.139.

Greek (Liddell-Scott)

παρίσχιος: -ον, ὁ παρὰ τὸ ἰσχίον, Ἡσύχ. ἐν λέξ. κλονιστήρ ― παρὰ Διογ. Λ. 2. 139 ταρίχιον εἶναι ἡ πιθανὴ γραφὴ ἀντὶ παρίσχιον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στο ισχίον (εσφ. γρφ. αντί ταρίχιον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἰσχίον.