πολυσθενής

From LSJ
Revision as of 18:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσθενής Medium diacritics: πολυσθενής Low diacritics: πολυσθενής Capitals: ΠΟΛΥΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: polysthenḗs Transliteration B: polysthenēs Transliteration C: polysthenis Beta Code: polusqenh/s

English (LSJ)

ές,    A of great might, νηῶν ὅπλον Epic.Alex.Adesp.9 ii 11, cf. Luc.Trag.192, Q.S.2.205, al. σῐνής, ές, (σίνομαι) very hurtful, baneful, κύων A.Ch.446 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 673] ές, viel vermögend, Qu. Sm. 2, 205 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πολυσθενής: -ές, ὁ ἔχων πολὺ σθένος, Λουκ. Τραγῳδ. 192, Κόϊντ. Σμ. 2. 205.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très fort.
Étymologie: πολύς, σθένος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ, και επικ. τ. πουλυσθενής Α
νεοελλ.
χημ. αυτός του οποίου το σθένος είναι πάνω από ένα
αρχ.
αυτός που έχει πολύ σθένος, πολλή δύναμη, πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σθενής (< σθένος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυσθενής -ές [πολύς, σθένος] heel machtig.

Russian (Dvoretsky)

πολυσθενής: весьма сильный, могучий (θεά Luc.).