προανακόπτω

From LSJ
Revision as of 18:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανακόπτω Medium diacritics: προανακόπτω Low diacritics: προανακόπτω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΚΟΠΤΩ
Transliteration A: proanakóptō Transliteration B: proanakoptō Transliteration C: proanakopto Beta Code: proanako/ptw

English (LSJ)

   A cut away first, τὰς ἐμποδίους ὅλας J.BJ3.6.2.

German (Pape)

[Seite 706] vorher abhauen, abschneiden, Ios.; vorher hindern, μή, Clem. Al. strom. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

προανακόπτω: ἀποκόπτω, ἀφαιρῶ πρότερον, τὰς ἐμποδίους ὕλας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 6, 2. ΙΙ. μεταφ., ἐκεῖνο προανακόπτει μή..., ἐμποδίζει ἐκεῖνο ἀπὸ τοῦ νὰ μή..., Κλήμ. Ἀλ. 548.

Greek Monolingual

Α ἀνακόπτω
1. κόβω εκ τών προτέρων («τὰς ἐμποδίους ὕλας προανακόπτειν», Ιώσ.)
2. εμποδίζω κάτι εκ τών προτέρων.