προόδους

From LSJ
Revision as of 20:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προόδους Medium diacritics: προόδους Low diacritics: προόδους Capitals: ΠΡΟΟΔΟΥΣ
Transliteration A: proódous Transliteration B: proodous Transliteration C: proodous Beta Code: proo/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,

   A with prominent teeth, Poll.2.96 cod.A: also προ-όδων, Phot., Eust.1872.33; written προώδων Phryn. PSp.101 B.

German (Pape)

[Seite 737] οντος, mit vorstehenden Zähnen, Poll. 2, 96; s. auch προώδων.

Greek (Liddell-Scott)

προόδους: όντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προέχοντας ὀδόντας, Πολυδ. Β΄, 96. ― ὡσαύτως προώδων, -οντος, Α. Β. 58, κτλ.· προόδων Εὐστ. 1872. 33, Φώτ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 248.

Greek Monolingual

-οντος, ο, η, ΝΑ
αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὀδούς, -όντος (πρβλ. μον-όδους)].