ἐρανικός

From LSJ
Revision as of 15:14, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρᾰνικός Medium diacritics: ἐρανικός Low diacritics: ερανικός Capitals: ΕΡΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: eranikós Transliteration B: eranikos Transliteration C: eranikos Beta Code: e)raniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for an ἔρανος, ἐ. δίκη an action arising out of the matters of an ἔρανος, Arist.Ath.52.2, cf. Poll.8.37 ; ἐ. συγγραφή BGU1165.30 (i A.D.); νόμος ἐ. ibid.; ἐ. λόγος a speech (of Dinarchus) on these matters, D.H.Din.12 ; ἀκροάσεις ἐ. lectures paid for by fees, Posidon.36 J.

German (Pape)

[Seite 1017] zum ἔρανος gehörig, ἀκροάσεις ἐρανικαί, Vorlesungen für ein von den Zuhörern zusammengebrachtes Honorar, Posidon. bei Ath. V, 212 d; – ἐρανικαὶ δίκαι, Processe, die Vereine, ἔρανοι, betreffen, Poll. 8, 37; λόγος, Rede darüber, D. Hal. de Din. 12; – νόμος, Gesetz, dieselben betreffend, Poll. Vgl. Meier und Schömann att. Proceß S. 540. 543.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρᾰνικός: -ή, -όν, περὶ ἐράνου, ἢ ἀνήκων εἰς ἔρανον, ἐρ. δίκη, περὶ ἐράνου, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 74. 15 (ἔκδ. Blass), Πολυδ. Η΄, 37· νόμος ἐρ. αὐτόθι· ἐρ. λόγος, λόγος τις (τοῦ Δεινάρχου) περὶ ἐράνου, Διονυσίου Ἁλ. Δείναρχ. 12· ἀκροάσεις ἐρανικαὶ ἀκροάσεις δι’ ἐράνου, διδασκαλία ἐπὶ μισθῷ, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 212C.