ὀρειδρόμος
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ον, A running on the hills, Pi.Pae.7.6 (ὀριδρ- Pap.), E.Ba.985 (lyr.), IA[1593], Nonn.D.5.229, 25.194 (v.l. ὀριδρ-).
German (Pape)
[Seite 371] die Berge durchlaufend, ἔλαφος, Eur. I. A. 1593.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειδρόμος: -ον, ὁ τρέχων ἀνὰ τὰ ὄρη, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1593.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court à travers les montagnes.
Étymologie: ὄρος, δραμεῖν.
English (Slater)
ὀρειδρόμος
1 running on the mountains ]ὀρειδρόμον τ[ε (Diehl, Schr.: ὀρίδρομόν Π.) (Pae. 7.6)
Greek Monolingual
ὀρειδρόμος και, δ. γρφ., ὀριδρόμος, -ον και ὀρεσ(σ)ιδρόμος και οὐρεσίδρομος, -ον (Α)
αυτός που διατρέχει τα όρη («ἔλαφον ὀρειδρόμον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρι- / ὀρεισ(σ)ι- (βλ. λ. όρος [II]) + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρόμος.
Greek Monotonic
ὀρειδρόμος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει πάνω στους λόφους, στα βουνά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρειδρόμος: v. l. ὀρῑδρόμος 2 бегающий по горам (ἔλαφος Eur.).