ὁμοπληθής

From LSJ
Revision as of 07:45, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοπληθής Medium diacritics: ὁμοπληθής Low diacritics: ομοπληθής Capitals: ΟΜΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: homoplēthḗs Transliteration B: homoplēthēs Transliteration C: omoplithis Beta Code: o(moplhqh/s

English (LSJ)

ές, Math., of classes or series    A containing the same number of individuals or terms, ὁ. εἴδη terms with the same coefficient, Dioph.IDef.10.

German (Pape)

[Seite 339] ές, von gleicher Menge, Euclid.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοπληθής: -ές, ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ μέγεθος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐκλείδου.

Greek Monolingual

ὁμοπληθής, -ές (Α)
1. ίσος κατά το πλήθος, ισάριθμος
2. φρ. «ὁμοπληθῆ εἴδη»
μαθημ. σειρές ή τάξεις που περιέχουν το ίδιο πλήθος μονάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ-πληθής].