πυρίτοκος

From LSJ
Revision as of 21:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίτοκος Medium diacritics: πυρίτοκος Low diacritics: πυρίτοκος Capitals: ΠΥΡΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: pyrítokos Transliteration B: pyritokos Transliteration C: pyritokos Beta Code: puri/tokos

English (LSJ)

[ῐ], ον,    A gendered in fire, of Dionysus, Lyd.Mens.4.160.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίτοκος: -ον, ὁ ἐν πυρὶ γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἰω. Λυδ. περὶ μηνῶν 4. 95.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε μέσα στη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θαλασσό-τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία].