τελεσσίτοκος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ον, Ep. for Τελεσίτ-, A completing the birth, Nonn.D.48.890.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσσίτοκος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τελεσιτ-, ἡ τελειοποιοῦσα τὸν τοκετόν, Νόνν. Δ. 48. 8. 0.
Greek Monolingual
και τελεσίτοκος, -ον, Α
τελειοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. μνησί-τοκος, με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].