τριπάτωρ
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, A having three fathers, name of Tritogeneia, AP15.25.26 (Besant.); of Orion, Nonn.D.13.99. II τριπάτορες, οἱ, = πρόπαπποι or οἱ πρῶτοι ἀρχηγέται, AB 307.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. (για την Τριτογένεια ή για τον Ωρίωνα) αυτός που έχει τρεις πατέρες
2. στον πληθ. οἱ τριπάτορες
οι πρόπαπποι, οι πρώτοι αρχηγέτες («οἱ μὲν τοὺς πρώτους ἀρχηγέτας, οἱ δὲ τρίτους ἀπὸ τοῡ πατρός, ὅπερ ἐστὶ προπάππους», Ανέκδοτα Βεκκήρου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. ἀ-πάτωρ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐπάτωρ: ορος (ᾰ) ὁ праотец, пращур Anth.