χάλκινος
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
η, ον,
A of bronze, νόμισμα OGI339.44 (Sestos, ii B. C.); διάδημα Ostr.Bodl. i 262 (ii B. C.); χαλκίνη (sc. δραχμή) PLond.2.380 (ii/iii A. D.). II concerning or in bronze coin, λόγος PTeb.119.51 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
χάλκινος: -η, -ον, χαλκοῦς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 757.
Greek Monolingual
-η, -ο / χάλκινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από χαλκό (α. «χάλκινα σκεύη» β. «νομίσματι χαλκίνωι», επιγρ.)
νεοελλ.
φρ. «χάλκινα όργανα» ή, απλώς, «τα χάλκινα»
μουσ. είδος αερόφωνων πνευστών, ορειχάλκινων κυρίως, οργάνων, τών οποίων ο ήχος παράγεται με τη δόνηση τών χειλιών και τα οποία διακρίνονται σε σάλπιγγες και κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].