ἀσυνάλλακτος

From LSJ
Revision as of 15:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνάλλακτος Medium diacritics: ἀσυνάλλακτος Low diacritics: ασυνάλλακτος Capitals: ΑΣΥΝΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: asynállaktos Transliteration B: asynallaktos Transliteration C: asynallaktos Beta Code: a)suna/llaktos

English (LSJ)

ον,    A without intercourse, Plu.2.416f; unsociable, D.H.1.41, 5.66.

German (Pape)

[Seite 380] ungesellig, unversöhnlich, D. Hsl. βίος, ὁμιλία, 5, 66. 1, 41; Plut. def. or. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνάλλακτος: -ον, ὁ μὴ συναλλασσόμενος μετ’ ἄλλων, ὁ διατελῶν ἄνευ σχέσεων κοινωνικῶν, ἀκοινώνητος, ἀδιάλλακτος, ἀνεπίμικτα τὰ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ποιοῦσι καὶ ἀσυνάλλακτα Πλούτ. 2. 416F. - Τὸ οὐσιαστ. ἀσυναλλαξία, ἡ, ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 2. 320.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans relations, insociable.
Étymologie: ἀ, συναλλάσσω.

Spanish (DGE)

-ον
desprovisto de relaciones τὰ τῶν θεῶν καὶ ἀνθρώπων ποιοῦσι καὶ ἀσυνάλλακτα Plu.2.416e
insociable οἳ τέως ἀπίστους καὶ ἀσυναλλάκτους εἶχον ὁμιλίας D.H.1.41, ὁ κοινὸς βίος D.H.5.66.

Greek Monolingual

ἀσυνάλλακτος, -ον (Α)
ακοινώνητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυνάλλακτος: взаимно чуждый, непримиримый (ἀνεπίμικτος καὶ ἀ. Plut.).