ἄσειρος
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
English (LSJ)
ον, A without trace, ἵππος Eust.1734.2.
German (Pape)
[Seite 369] ohne Seil, nicht angebunden, ἵππος Hesych.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene tiro ἵππος Trag.Adesp.200, cf. Eust.1734.2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἄσειρος, -ον) σειρά
νεοελλ.
1. όποιος έχει ταπεινή καταγωγή
2. (για ζώο) καχεκτικός, αδύνατος
3. «ἄσειρον ἱστίον» — το πανί που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας
μσν.
«ἄσειρος ἵππος» — ο άδετος.