ὑπογαμέω
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
A marry thereupon or after, τὴν γυναῖκα Ael.NA7. 25.
German (Pape)
[Seite 1212] (s. γαμέω), darauf od. danach heirathen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογᾰμέω: γαμῶ, λαμβάνω εἰς γάμον μετὰ ταῦτα, «ἵνα ἀποκτείνῃ τόν... δεσπότην καί... καὶ ὑπογήμῃ τὴν γυναῖκα» Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 25.