ἀκροθάλυπτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A burnt at end, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροθάλυπτος: -ον, ὁ καυθεὶς κατὰ τὸ ἄκρον, Λατ. adustus, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον socarrado Hsch.
Greek Monolingual
ἀκροθάλυπτος, -ον (Α)
αυτός που έχει καεί στην άκρη, ελαφρά καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + θαλύπτω «θερμαίνω, ανάπτω, φλέγω»].