ἀμφίκρανος
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
ον,
A = ἀμφικάρηνος, E.HF1274; ῥάβδος, of Hermes' wand, S.Fr.701. II surrounding the head, in Ion. form -κρηνος, AP6.90 (Phil.), prob. l. in Nic.Al.417.
German (Pape)
[Seite 140] zweiköpfig, Hydra, Eur. Herc. Fur. 1274.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκρανος: -ον, = ἀμφικάρηνος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1274. ΙΙ. ὁ περιβάλλων ἢ περιστρέων τὴν κεφαλήν, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 90, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ -κρηνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 hérissé de têtes tout autour en parl. de l’hydre;
2 qui entoure ou couvre la tête.
Étymologie: ἀμφί, κρανίον.
Spanish (DGE)
(ἀμφίκρᾱνος) -ον
• Alolema(s): jón. ἀμφίκρηνος AP 6.90 (Phil.), Nic.Al.417
1 de dos cabezasdel caduceo de Hermes adornado con dos cabezas de serpiente ἀ. ῥάβδος S.Fr.701, Hsch.
•erizado de cabezas de la Hidra τήν τ' ἀμφίκρανον ... κύνα ὕδραν E.HF 1274.
2 que rodea la cabeza de una capucha o tipo de bonete con orejeras πῖλον ἀμφίκρηνον ὕδασι στέγην AP 6.90 (Phil.)
•subst. τὸ ἀ. especie de bandeleta ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι rehusando unos muchachos las bandeletas que ciñen el cabello Nic.Al.417.
Greek Monolingual
ἀμφίκρανος, -ον (Α)
ο αμφικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κρανος < κρᾶνον (απ’ όπου το κρανίον), που απαντά σπάνια ως α' και συχνά ως β' συνθετικό].
Greek Monotonic
ἀμφίκρᾱνος: Ιων. -κρηνος, -ον (κάρα), I.=ἀμφικάρηνος, αυτός που έχει δύο κεφάλια, σε Ευρ.
II. αυτός που περιτυλίγει το κεφάλι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίκρᾱνος: ион. ἀμφίκρηνος 2
1) двуглавый или многоглавый (ὕδρα Eur.);
2) окружающий голову (πῖλος Anth.).
Middle Liddell
κάρα
I. two headed, Eur.
II. surrounding the head, Anth.