ἀνήθινος

From LSJ
Revision as of 14:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήθινος Medium diacritics: ἀνήθινος Low diacritics: ανήθινος Capitals: ΑΝΗΘΙΝΟΣ
Transliteration A: anḗthinos Transliteration B: anēthinos Transliteration C: anithinos Beta Code: a)nh/qinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of dill, στέφανος (in form ἀνήτ-) Theoc. 7.63; οἶνος Dsc.5.65; μύρον Id.1.51, cf. Aret.CA1.2; cf. ἀνήτινος, ἀννήθιον.

German (Pape)

[Seite 228] von Dill, ἄνηθον, gemacht, στέφανος Theocr. 7, 63.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήθινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, στέφανος (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), ἀνήτινος ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 d’aneth;
2 parfumé d’aneth.
Étymologie: ἄνηθον.

Spanish (DGE)

(ἀνήθῐνος) -η, -ον

• Alolema(s): ἀνήτινος Theoc.7.63
de eneldo στέφανος Theoc.l.c., μύρον Dsc.1.51, cf. Aret.CA 1.2.5, Tz.Comm.Ar.1.165.10
sazonado con eneldo οἶνος Dsc.5.65.

Greek Monolingual

ἀνήθινος και ἀνήτινος, -η, -ον (AM)
κατασκευασμένος με άνηθο ή από άνηθο (για στεφάνια, κρασί, ποτά, φάρμακα).

Greek Monotonic

ἀνήθῐνος: -η, -ον (ἄνηθον), φτιαγμένος από άνηθο, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήθῐνος: дор. ἀνήτῐνος 2 сделанный из укропа (στέφανος Theocr.).

Middle Liddell

ἄνηθον
made of anise or dill, Theocr.