ἀσταγής

From LSJ
Revision as of 16:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστᾰγής Medium diacritics: ἀσταγής Low diacritics: ασταγής Capitals: ΑΣΤΑΓΗΣ
Transliteration A: astagḗs Transliteration B: astagēs Transliteration C: astagis Beta Code: a)stagh/s

English (LSJ)

ές,

   A not trickling, ἀ. κρύσταλλος hard-frozen ice, dub. l. in S.Fr.149.4 (prob. εὐπαγῆ).    II not merely trickling, i.e. gushing, in a stream, A.R.3.805, Nic.Th.307.

German (Pape)

[Seite 374] ές, nicht tröpfelnd, a) trocken, nicht zerstießend, κρύσταλλος Soph. frg. 162. – b) stark fließend, ἀσταγὲς ῥέω Ap. Rh. 3, 805; Nic. th. 307.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστᾰγής: -ές, ὁ μὴ στάζων, ἀσταγὴς κρύσταλλος, ἰσχυρῶς κρυσταλλωθεὶς πάγος, Σοφ. Ἀποσπ. 162. ΙΙ. ὁ μὴ στάζων, ἀλλὰ ῥέων ἐπὶ δακρύων, τὰ δ’ ἔρρεεν ἀσταγὲς αὔτως (κοιν. ἀστεγὲς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 805, Valck. Ad. σ. 228.

Spanish (DGE)

(ἀστᾰγής) -ές
1 que fluye a borbotones ὕδωρ Call.Fr.317, αἷμα Nic.Th.307, ἀστεγὲς δάκρυ prob. f.l. App.Anth.3.198
neutr. como adv. τὰ δ' ἔρρεεν ἀσταγές y éstas (las lágrimas) fluían a borbotones A.R.3.805.
2 que cae a raudales νιφετός Nonn.D.1.302.

Greek Monolingual

ἀσταγής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν στάζει γιατί έχει παγώσει («ἀσταγὴς κρύσταλλος»)
2. (ως επίρρ.) όχι σταγόνα σταγόνα αλλά ακράτητα («τὰ δ' ἔρρεεν ἀσταγὲς αὔτως» — για δάκρυα που ἑτρεχαν ποτάμι, Απ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σταγής < στάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀστᾰγής: не капающий, т. е. твердый, крепкий (κρύσταλλος Soph.).