ὀκταέτης
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
ες, A eight years old, Hp.Epid.1.10 ; of eight years, χρόνος D.S.17.94 :—fem. ὀκτα-έτις, ἡ, IG4.620, Pl.Ep.361d.
German (Pape)
[Seite 317] ες, achtjährig, χρόνος, D. Sic. 17, 94.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκταέτης: -ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 947· ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ ἐτῶν, χρόνος Διόδ. 17. 94· - θηλ. ὀκταέτις, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1152, Πλάτ. Ἐπιστ. 361D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de huit ans.
Étymologie: ὀκτώ, ἔτος.
Greek Monolingual
-έτις, -άετες (Α ὀκταέτης, -έτις, -άετες)
βλ. οκταετής.
Russian (Dvoretsky)
ὀκταέτης: восьмилетний (χρόνος Diod.).