ὀρνιθεία
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
ἡ, A observation of the flight or cries of birds for divination, = Lat. auspicium, Plb.6.26.4. 2 = ὀρνιθευτική, Poll.7.139.
German (Pape)
[Seite 383] ἡ, der Vogelsang. – Auch die Beobachtung des Fluges u. der Stimmen der Vögel, um daraus zu weissagen, Pol. 6, 26, 4 Plut. Lycurg. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθεία: ἡ, (ὀρνιθεύομαι) παρατήρησις, ἐπισκόπησις τῆς πτήσεως ἢ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν πρὸς μαντείαν, Πολύβ. 6. 26, 4.
Greek Monolingual
ὀρνιθεία, ἡ (Α) ορνιθεύομαι
1. παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής τών πτηνών με σκοπό τη συναγωγή προβλέψεων για το μέλλον, ορνεοσκοπία
2. η τέχνη του κυνηγιού πτηνών.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθεία: ἡ гадание по полету и крикам вещих птиц, птицегадание Polyb., Plut.