δικόρυμβος

From LSJ
Revision as of 22:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικόρυμβος Medium diacritics: δικόρυμβος Low diacritics: δικόρυμβος Capitals: ΔΙΚΟΡΥΜΒΟΣ
Transliteration A: dikórymbos Transliteration B: dikorymbos Transliteration C: dikorymvos Beta Code: diko/rumbos

English (LSJ)

ον,

   A twin-peaked, ἕδρανα, of Parnassus, Pae.Delph.4, cf. Luc. Cont.5.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκόρυμβος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορύμβους, δύο κορυφάς, Παρνασσὸς Λουκ. Χαρ. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, κόρυμβος.

Spanish (DGE)

(δῐκόρυμβος) -ον
de dos picos ἕδρανα del Parnaso Pae.Delph.4, cf. Luc.Cont.5, Philostr.VA 2.3, de la figura formada por la constelación de las Hiades, Paul.Sil.Soph.849.

Greek Monolingual

δικόρυμβος, -ον (Α)
φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» — με τις δυο κορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»].

Greek Monotonic

δῐκόρυμβος: -ον, αυτός που έχει δύο άκρες, δύο κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δικόρυμβος: двувершинный (Παρνασσός Luc.).

Middle Liddell

δῐ-κόρυμβος, ον adj
two-pointed, two-peaked, Luc.