κεγχρώδης
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ες,
A millet-like, of eruptions, Hp.Liqu.6, Epid.2.3.1; of plants, Thphr.HP8.3.3, 4; σάρξ granulated tissue, Archig. ap. Orib. 46.26.1.
German (Pape)
[Seite 1410] ες, = κεγχροειδής, Ath. II, 53 d III, 82 f u. A.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχρώδης: -ες, = κεγχροειδής, Ἱππ. 427. 7, 1020C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 3.
Greek Monolingual
κεγχρώδης, -ῶδες (Α)
1. αυτός που μοιάζει με κεχρί
2. φρ. «κεγχρώδης σαρξ» — σπειρωτή σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + επίθημα -ώδης].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεγχρώδης -ης [κέγχρος] gierstachtig. Hp.