κέδρον
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
τό (Att. acc. to Hsch.), A = κεδρίς, juniper-berry, EM498.42, Hsch.:—also κέδρος, ὁ, Com.Adesp.34 (ap.Ammon.Diff.p.80 V.). II representation of a cedar-cone, IPE12.327.
German (Pape)
[Seite 1411] τό, die Frucht der Ceder, Sp., nach Hoeris attisch, hellenistisch ἡ κέδρος.
Greek (Liddell-Scott)
κέδρον: τό, = κεδρίς, κῶνος, καρπὸς κέδρου, «θηλυκῶς μὲν τὸ δένδρον, οὐδετέρως δὲ ὁ καρπὸς» Θωμ. Μάγιστ., Ἐτυμολ. Μέγ., Ἡσύχ., καὶ ὁ Φώτ. 152, 7 «κέδρον οὐδετέρως λέγουσι τὸ θυμίαμα»· ὁ Ἀμμών. μόνος ἀναφέρει κέδρος, ὁ, ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας· πρβλ. ὅμως Κωμ. Ἀνώνυμ. 5, ἔνθα ἀντὶ τοῦ τὰς κέδρους φαίνεται ὅτι δέον νὰ ἀναγνώσωμεν τούς.