κεδρίς
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A fruit of κεδρελάτη, Id.Mul.2.192, Nat. Mul.32, Dsc.1.77; also, juniper-berry, Ar.Th.486.
II juniper, Juniperus communis, Thphr. HP 1.9.4, etc.
German (Pape)
[Seite 1411] ίδος, ἡ, die Frucht der Ceder, auch die Wachholderbeere; Ar. Th. 586; Theophr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεδρίς -ίδος, ἡ [κέδρος] jeneverbes.
Russian (Dvoretsky)
κεδρίς: ίδος ἡ кедровый орех Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κεδρίς: -ίδος, ἡ, ὁ καρπός, ὁ κῶνος κέδρου, κεδρόκοκκον (πρβλ. δαφνίς, ὁ καρπὸς τῆς δάφνης, ἀμυγδαλίς, τῆς ἀμυγδαλῆς, ἀρκευθίς, τῆς ἀρκεύθου), Διοσκ. 1. 105, Ἀριστοφ. Θεσμ. 486· πρβλ. κέδρον.
ΙΙ. θάμνος ὅμοιος κέδρῳ, πιθαν. εἶδος σχοίνου, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 4, κτλ.
Greek Monolingual
κεδρίς, ἡ (Α) κέδρος
1. καρπός της κεδρελάτης
2. καρπός του φυτού άρκευθος
3. το φυτό άρκευθος.