κακόθυμος

From LSJ
Revision as of 22:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόθῡμος Medium diacritics: κακόθυμος Low diacritics: κακόθυμος Capitals: ΚΑΚΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: kakóthymos Transliteration B: kakothymos Transliteration C: kakothymos Beta Code: kako/qumos

English (LSJ)

ον,    A ill-disposed, Man.4.564, Adam.2.24.

German (Pape)

[Seite 1300] übelgesinnt, abgeneigt, Sp., wie Man. 4, 564.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόθῡμος: ον κακῶς διατεθειμένος, Μανέθων 4. 564, Πολέμων ἐν Φυσιονγ. 251.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακόθυμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή διάθεση, βαρύθυμος, κακόκεφος, άκεφος
αρχ.
ο κακώς διατεθειμένος, ο δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θυμος (< θυμός), πρβλ. γλυκύ-θυμος, οξύ-θυμος].