κληματίς
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of κλῆμα, A vine-branch, LXX De.32.32, Ph.1.612 (generally, branch, ib.527), Plu.2.527d, Philum.Ven.2.2: usu. in pl., brushwood, faggots, Ar.Th.728, 739, Th.7.53, Arist.HA550b9, Inscr.Delos338Aa 23, 24 (iii B.C.): collect. in sg., ib.38, 354.57 (iii B.C.), LXX Da.3.46. II periwinkle, Vinca herbacea, Dsc.4.7. 2 traveller's joy, Clematis Vitalba, ib.180, Gal.12.31. 3 prob. bearbind, Convolvulus arvensis, Plin.HN24.139.
German (Pape)
[Seite 1450] ίδος, ἡ, dim. zu κλῆμα, übh. kleiner Zweig, dünnes Holz; Ar. Thesm. 728; Thuc. 7, 53; Arist. H. A. 5, 18; vgl. Poll. 1, 109. – Auch ein Rankengewächs wie der Weinstock; Wintergrün, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κλημᾰτίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κλῆμα· ἐν τῷ πληθ. ξύλα πρὸς καῦσιν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 728, 740, Θουκ. 7. 53, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 10, κτλ. ΙΙ. φυτόν τι μὲ κληματοειδεῖς κλάδους, clematis, Διοσκ. 4. 7, Πλίν. 24. 89.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
bois de sarment, bois sec.
Étymologie: κλῆμα.
Greek Monolingual
η (AM κληματίς, -ίδος)
βλ. κληματίδα.
Greek Monotonic
κλημᾰτίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του κλῆμα· στον πληθ. καυσόξυλα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κλημᾰτίς: ίδος веточка, pl. сучья, хворост Arph., Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κληματίς -ίδος, ἡ, demin. van κλῆμα, takje; plur. brandhout, takkenbos.
Middle Liddell
κλημᾰτίς, ίδος
Dim. of κλῆμα:—in pl. brush-wood, fagot-wood, Thuc.