μηροτραφής

From LSJ
Revision as of 12:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηροτρᾰφής Medium diacritics: μηροτραφής Low diacritics: μηροτραφής Capitals: ΜΗΡΟΤΡΑΦΗΣ
Transliteration A: mērotraphḗs Transliteration B: mērotraphēs Transliteration C: mirotrafis Beta Code: mhrotrafh/s

English (LSJ)

ές,    A thigh-bred, of Dionysus, AP11.329 (Nicarch.), Str.15.1.7, Eust.ad D.P.1153:—also μηρο-τρεφής, ές, Orph.H.52.3.

German (Pape)

[Seite 178] ές, im Schenkel ernährt, aufgezogen, wie μηροῤῥαφής, Beiw. des Bacchus, das von Einigen auf den indischen Berg Meros bei Nysa bezogen wird, Strab. XV, 687; zu einem Wortspiel benutzt, Ep. ad. 76 b (XI, 329). Bei Orph. H. 51, 3 μηροτρεφής.

Greek (Liddell-Scott)

μηροτρᾰφής: -ές, ὁ ἐν τῷ μηρῷ τραφείς, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 11. 329, Στράβ. 687.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nourri dans la cuisse (de Zeus) ; sel. d’autres nourri sur le mt Mèros, en Inde.
Étymologie: μηρός, τρέφω.

Greek Monolingual

μηροτραφής και μηροτρεφής, -ές (Α)
(ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που έχει τραφεί μέσα στον μηρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τραφής και -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μουσο-τραφής].

Greek Monotonic

μηροτρᾰφής: -ές (τρέφω), αυτός που ανατράφηκε μέσα στον μηρό, λέγεται για τον Βάκχο (Διόνυσο), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μηροτρᾰφής: вскормленный (доношенный) в бедре (Зевса) (sc. Βάκχος Anth.).

Middle Liddell

μηρο-τρᾰφής, ές τρέφω
thigh-bred, of Bacchus, Anth.