μεγαλόκολπος

From LSJ
Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόκολπος Medium diacritics: μεγαλόκολπος Low diacritics: μεγαλόκολπος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: megalókolpos Transliteration B: megalokolpos Transliteration C: megalokolpos Beta Code: megalo/kolpos

English (LSJ)

ον,    A full-bosomed, Νύξ B.Fr.23 (leg. μελανό-).

German (Pape)

[Seite 106] mit großem Busen, Νύξ, Bacchyl. bei Schol. Ap. Rh. 3, 467, man vermuthet μελάγκολπος.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόκολπος: -ον, ὁ ἔχων μέγαν κόλπον ἢ μεγάλας καὶ βαθείας πτυχὰς (ἐν τῷ ἱματίῳ), Νυκτὸς μεγαλοκόλπου Βακχυλ. Ἀποσπ. 31 [40] Βlass, ἔνθα ἕτεροι μελανοκ-, ἢ μελαγκ-.

Greek Monolingual

μεγαλόκολπος, -ον (Α)
αυτός του οποίου το ένδυμα έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («μεγαλόκολπος Νύξ», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κόλπος (πρβλ. βαθύ-κολπος, ευρύ-κολπος)].