πανασκηθής
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
ές, A all-unharmed, Hsch.
German (Pape)
[Seite 457] ές, ganz unversehrt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνασκηθής: -ές, ὁ κατὰ πάντα ἀσκηθής, οὐδεμίαν βλάβην παθών, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
πανασκηθής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δεν υπέστη καμία βλάβη, ακέραιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀσκηθής «ασφαλής, αβλαβής»].