σκηνοθήκη
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
ἡ, A tent-store, Inscr.Délos 444 B 103,104 (ii B.C.); cf. σκανοθήκα.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. σκανοθήκη, ἡ, Α
αποθήκη σκηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + θήκη.