χαλκεόκρανος
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ον, A bronze-tipped, ἰός B.5.74.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινη αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -κρανος (< κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. δορύ-κρανος, ταυρό-κρανος].