ἡμικόγγιον
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
τό, A half-congius, Dsc. ap. Gal.19.776.
German (Pape)
[Seite 1168] τό, ein halber congius, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικόγγιον: τό, ὁ ἥμισυς κόγγιος, Διοσκ. παρὰ Γαλην. 13. 984.
Greek Monolingual
ἡμικόγγιον, τὸ (Α)
μισός κόγγιος, μέτρο χωρητικότητας τριών ξεστών, ημίχουν, μισός χοεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κόγγιος «μέτρο υγρών και δημητριακών»].