ἱπποπάρῃος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A with large cheeks, Apollon.Lex. s.v. ἱππόβοτον.
German (Pape)
[Seite 1260] mit gewaltigen Backen, Apoll. L. H. s. v. ἱππόβοτον.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποπάρῃος: -ον, ἔχων μεγάλας παρειάς, Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. ἱππόβοτον.
Greek Monolingual
ἱπποπάρῃος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλα μάγουλα, μεγάλες παρειές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -παρῃος (< παρηιά «μάγουλο»), πρβλ. καλλι-πάρηος, χαλκο-πάρηος (βλ. και λ. ιππό-κρημνος)].