ἐκχρηματίζομαι

From LSJ
Revision as of 17:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχρημᾰτίζομαι Medium diacritics: ἐκχρηματίζομαι Low diacritics: εκχρηματίζομαι Capitals: ΕΚΧΡΗΜΑΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ekchrēmatízomai Transliteration B: ekchrēmatizomai Transliteration C: ekchrimatizomai Beta Code: e)kxrhmati/zomai

English (LSJ)

   A squeeze money from, levy contributions on, τινά Th.8.87, D.C.53.10.

German (Pape)

[Seite 787] Geld erpressen, τινά, von Einem; Thuc. 8, 87; D. Cass. 53, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχρηματίζομαι: ἀποθ., πράττομαι ἀργύριον, λαμβάνω χρήματα, ἀργυρολοῶ, τινὰ Θουκ. 8. 87. Δίων Κ. 53. 10.

French (Bailly abrégé)

extorquer de l’argent.
Étymologie: ἐκ, χρηματίζω.

Spanish (DGE)

sacar el dinero mediante extorsión ἵνα τοὺς Φοίνικας ... ἐκχρηματίσαιτο ἀφείς para sacar dinero a los fenicios por dejarles ir Th.8.87, τοὺς μὲν συμμάχους ... μήθ' ὑβρίζετε μήτε ἐκχρηματίζεσθε D.C.53.10.5.

Greek Monolingual

ἐκχρηματίζομαι (Α)
1. χρηματίζομαι σε βάρος άλλου, πιέζοντας κάποιον του παίρνω χρήματα, αργυρολογώ
2. εισπράττω συνεισφορές.

Greek Monotonic

ἐκχρηματίζομαι: αποθ., αποσπώ χρήματα, εισπράττω εισφορές, φορολογώ, τινα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκχρημᾰτίζομαι: вымогать деньги, вынуждать платить (τινα Thuc.).

Middle Liddell


Dep. to squeeze money from, levy contributions on, τινα Thuc.