ἑτεροεθνής
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ές, A of another tribe, foreign, Str.8.1.2, Ph.2.400.
German (Pape)
[Seite 1048] ές, von einem andern Volke, Strab. II p. 128 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροεθνής: -ές, εἰς ἕτερον ἔθνος ἀνήκων, ξένος, Στράβ. 128, Κλήμ. Ἀλεξ. 478.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτεροεθνής, -ές)
αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, ο ομοεθνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -εθνής (< έθνος), πρβλ. αλλο-εθνής].