εὐκόρυφος

From LSJ
Revision as of 20:44, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκόρῠφος Medium diacritics: εὐκόρυφος Low diacritics: ευκόρυφος Capitals: ΕΥΚΟΡΥΦΟΣ
Transliteration A: eukóryphos Transliteration B: eukoryphos Transliteration C: efkoryfos Beta Code: eu)ko/rufos

English (LSJ)

ον, (κορυφή)    A with handsome head, Herm. ap. Stob.1.49.45: metaph., of sentences, well wound up, ending well, D.H.Dem. 40,43.

German (Pape)

[Seite 1075] mit schönem Haupte, Hermes Stob. ecl. eth. p. 992; – wohl abgerundet, Perioden, D. Hal. de vi Dem. 43.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκόρῠφος: -ον, ἔχων καλὴν κορυφήν, Ἑρμ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1.992: μεταφ., ἐπὶ ὕφους λόγου, ἡ καλῶς καὶ γλαφυρῶς τελευτῶσα περίοδος, ὡς τὸ εὐκατάστροφος Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 40 καὶ 43.

Greek Monolingual

εὐκόρυφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίο κεφάλι
2. (για ύφος λόγου) περίοδος που τελειώνει ωραία και γλαφυρά («εὐκόρυφοι καὶ εὔγραμμοι περίοδοι», Διον. Αλ.).