σπογγιά
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
(also σφογγιά, Ar.Ra.482,487), Ion. σπογγιή, ἡ,= σπόγγος,
A sponge, Ar. ll.cc., Arist.HA616a24, Aret.SD1.10; σπογγιᾶς μαλακώτερον τὸ πρόσωπον Com.Adesp.125; σπογγιᾶς ἔπαινος, said of a toper, Aeschin.2.112. (οἱ Ἀττικοὶ τὴν σπογγίαν σπογγιάν (καλοῦσι) Greg.Cor.p.148 S., cf. Suid.)
German (Pape)
[Seite 922] ἡ, wie σπόγγος, der Schwamm; Ar. Ran. 483. 488; Plut. oft u. a. Sp.; ion. auch σπ ογγίη betont, Schäf. Greg. Cor. p. 148.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
éponge.
Étymologie: σπόγγος.
Greek Monotonic
σπογγιά: ἡ, = σπόγγος, σφουγγάρι, σπόγγος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σπογγιά: ἡ Arph., Arst., Aeschin., Plut. = σπόγγος.
Middle Liddell
σπογγιά, ἡ, = σπόγγος
a sponge, Ar.