ὑπέρμεγας
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
άλη, α, A immensely great, Ar.Eq.158, Ael.NA6.63, etc.
German (Pape)
[Seite 1198] μεγάλη, μεγα, übergroß, übermäßig groß; Ar. Equ. 158; Ael. H. A. 6, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρμεγας: άλη, α, εἰς ὑπερβολὴν μέγας, ὦ νῦν μὲν οὐδείς, αὔριον δὲ ὑπέρμεγας Ἀριστοφ. Ἱππ. 158, Αἰλ. π. Ζῴων 6. 63, κλπ.
Greek Monolingual
ὑπερμεγάλη, ὑπέρμεγα, ΜΑ μέγας
πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης.
Greek Monotonic
ὑπέρμεγας: -άλη, -α, υπερβολικά μεγάλος, έξοχος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρμεγας: μεγάλη, μεγα Arph. = ὑπερμεγέθης.