ἀκατάβλητος

From LSJ
Revision as of 14:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάβλητος Medium diacritics: ἀκατάβλητος Low diacritics: ακατάβλητος Capitals: ΑΚΑΤΑΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: akatáblētos Transliteration B: akatablētos Transliteration C: akatavlitos Beta Code: a)kata/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A irrefragable, λόγος Ar.Nu.1229.    II not to be thrown down, πύργοι Sch.E.Hec.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάβλητος: -ον, ὁ μὴ καταβαλλόμενος, λόγος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1229.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut abattre ou réfuter.
Étymologie: ἀ, καταβάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no ha sido derribado o abatidode un luchador, dud. en JRCil.1.41 (Antioquía, imper.).
2 fig. indestructible, irrefutable λόγος Ar.Nu.1229, glos. a ἀκαθαίρετος Sud.
inconmovible, firme ἀκατάβλητον ... τὴν διάνοιαν ἡμῶν μένειν Basil.M.31.872A.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάβλητος, -ον) καταβάλλω
1. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τον καταβάλει, να τον ρίξει κάτω, ακαταμάχητος
2. αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξασθενήσει, ο ακμαίος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξοφληθεί
«ακατάβλητοι τόκοι».

Greek Monotonic

ἀκατάβλητος: -ον (καταβάλλω), αυτός που δεν ανατρέπεται, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, αδιάψευστος, ακατάρριπτος, αναντίρρητος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάβλητος: неопровержимый, неотразимый (λόγος Arph.).

Middle Liddell

καταβάλλω
not to be overthrown, irrefragable, Ar.

English (Woodhouse)

of an argument

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)