ἀργυρόπους
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A with silver feet or legs, κλίνη X.An.4.4.21; δίφρος IG2.646, D.24.129; φορεῖα Plb.30.25.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας κατεσκευασμένους ἐξ ἀργύρου, κλῖναι ἀργυρόποδες Ξεν. Ἀν. 4. 4, 21, πρβλ. Δημ. 741. 6, Πολύβ. 31. 3, 18.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
aux pieds d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, πούς.
Spanish (DGE)
-ουν
de patas de plata κλῖναι X.An.4.4.21, Aristeas 320, Luc.Cat.16, φορεῖα Plb.30.25.18, δίφρος D.24.129, IG 22.1394.14 (IV a.C.), Harp., καθέδρα Synes.Ep.3.
Greek Monolingual
ἀργυρόπους (-ποδος), -πουν (Α)
αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῑναι ἀργυρόποδες» — κρεβάτια με ασημένια πόδια).
Greek Monotonic
ἀργῠρόπους: ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια από ασήμι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρόπους: 2, gen. ποδος на серебряных ножках (κλῖναι Xen., Plut., Luc.; δίφρος Dem.; φορεῖον Polyb.).
Middle Liddell
with silver feet, or legs, Xen.