πετρηρεφής

From LSJ
Revision as of 17:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρηρεφής Medium diacritics: πετρηρεφής Low diacritics: πετρηρεφής Capitals: ΠΕΤΡΗΡΕΦΗΣ
Transliteration A: petrērephḗs Transliteration B: petrērephēs Transliteration C: petrirefis Beta Code: petrhrefh/s

English (LSJ)

ές, (ἐρέφω)    A o'er-arched with rock, rock-vaulted, ἄντρα A.Pr.302, E.Cyc.82.

German (Pape)

[Seite 606] ές, mit Felsen, Steinen bedeckt, überwölbt, ἄντρα, Aesch. Prom. 300, wie Eur. Cycl. 82, vgl. Ion 1400.

Greek (Liddell-Scott)

πετρηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ἐστεγασμένος ὑπὸ βράχου, ἔχων βραχώδη θόλον, ἄντρον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 300, Εὐρ. Κύκλ. 82.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couvert d’une voûte de rochers.
Étymologie: πέτρα, ἐρέφω.

Greek Monolingual

-ές, Α
με στέγη από πέτρα, σκεπασμένος από βράχο («ἄντρα πετρηρεφή», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -ηρεφής (< ἐρέφω «στεγάζω, καλύπτω με στέγη»), πρβλ. νυκτ-ηρεφης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

πετρηρεφής: -ές (ἐρέφω), στεγασμένος σε πέτρα, υπόγειος και πέτρινος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πετρηρεφής: укрытый скалой, находящийся под скалой (ἄντρον Aesch., Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετρηρεφής -ές [πέτρα, ἐρέφω] overwelfd door een rots.

Middle Liddell

πετρ-ηρεφής, ές ἐρέφω
o'er-arched with rock, rockvaulted, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

roofed with rock, roofed with stone

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)